- κυανοξικό οξύ
- Ασταθές οξύ, με χημικό τύπο NC-CH2COOH, το οποίο αποτελεί το μονονιτρίλιο του μαλονικού οξέος. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, με σημείο τήξης τους 70°C· είναι ευδιάλυτο στο νερό και διασπάται κατά τη θέρμανσή του σε ακετονιτρίλιο και διοξείδιο του άνθρακα. Ο νατριούχος κυανοξικός εστέρας του χρησιμοποιείται σε πολλές συνθέσεις, κυρίως όταν επιδρά στα αλογονωμένα παράγωγα του κ.ο.
Dictionary of Greek. 2013.